- φιλοχρημάτιστος
- φῐλοχρημᾰτ-ιστος, ον, = sq., dub. in Them.Or.2.35b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοχρημάτιστος — ον, Α πιθ. φιλοχρήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χρηματίζω] … Dictionary of Greek
φιλοχρημάτιστον — φιλοχρημάτιστος masc/fem acc sg φιλοχρημάτιστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)